Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Γιάννης Μιγάδης, ο ζωγράφος των πορτρέτων

Ανθρωπος γλυκός και στοργικός, ο Γιάννης Μιγάδης ήταν μια από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις της ελληνικής ζωγραφικής. «Εφυγε» σε ηλικία 90 ετών την Κυριακή. Ταλαντούχος αλλά όχι ματαιόδοξος, θεωρούσε δικαίως τον εαυτό του συνδεδεμένο με μια ολόκληρη εποχή, καθώς συνοδοιπόρησε με σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Κάρολος Κουν.

Γεννημένος στην Κρήτη, είχε αντλήσει εικόνες και μυρωδιές από το νησί του, ενώ ανδρώθηκε στην Αθήνα όπου ήρθε για σπουδές στην ΑΣΚΤ και μαθήτευσε κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Παρθένη, τον οποίον θαύμαζε. Η ζωή του άλλαξε πολύ μέσα από τις παρέες του. Στη Σχολή είχε τον Μόραλη, τον Μανουσάκη, την Καραγάτση. Η γνωριμία με τον Τσαρούχη τού διαμόρφωσε κυριολεκτικά την οπτική στην τέχνη όπως και η παραμονή του στο Παρίσι όπου σπούδασε σκηνογραφία. Η σχέση του με το θέατρο ξεκίνησε νωρίς και η συνεργασία του με τον Κουν υπήρξε καθοριστική, καθώς έκανε σκηνικά για το Εθνικό και το ΚΘΒΕ.

Πορτρέτα
Στη ζωγραφική καταπιάστηκε με μια σειρά από θέματα όπως τα τοπία, οι λουόμενοι σε παραλίες και οι νεκρές φύσεις, όμως καταξιώθηκε κυρίως ζωγραφίζοντας πορτρέτα. Οι πίνακές του ήταν συχνά ένας σχολιασμός για την αστική τάξη αν και έκανε πορτρέτα λαϊκών ανθρώπων. Ελεγε: «Το έναυσμα για τα πορτρέτα αυτά ήταν κάποιες παλαιές φωτογραφίες που βρήκα. Τις κοιτούσα και σκεφτόμουν, σχεδόν σοκαρισμένος, ότι όλοι αυτοί οι ευτυχείς, υγιείς, όμορφοι άνθρωποι, καλοντυμένοι δεν υπάρχουν πια. Αστοί, λαϊκοί, χωρικοί. Πάντα με απασχολούσε ο θάνατος, ακόμα και υπογείως». Οι τελευταίες του μεγάλες εκθέσεις είχαν γίνει το 2003 στην Ερμούπολη της Σύρου και το 2008 στο Μουσείο Μπενάκη της Κουμπάρη.

Οραμα και ορμή
Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του που είχε παραχωρήσει στην «Κ» υπογράμμιζε: «Τη δεκαετία του ’60 είχαμε όραμα. Νιώθαμε ότι είχαμε την ορμή να κάνουμε πράγματα. Ομως ξέρετε η εποχή φτιάχνει τους ανθρώπους. Αν ήμουν σήμερα 35 χρονών, θα ήμουν εντελώς διαφορετικός. Τότε, όμως, στην περίοδο της νιότης μας, είχαμε σημαντικούς ανθρώπους δίπλα μας, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη. Και τώρα υπάρχει ποιότητα και ταλέντο στους ανθρώπους, αλλά ψάχνονται. Δεν έχουν βρει τον δρόμο τους. Αλλωστε έχουν γαλουχηθεί σε μια εποχή αδιαφορίας και απληστίας. Τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε σούπερ μάρκετ και φαστφουντάδικα», συμπληρώνοντας: «Ηταν ωραία χρόνια. Καλλιτεχνικά και μποέμικα. Ξαφνικά κάτι έγινε. Αλλαξαν τα πάντα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων, η κοινωνία, η οικονομία, η πολιτική. Κάποιες τάξεις “απελευθερώθηκαν”. Τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Εχω αποστασιοποιηθεί. Ακόμα και στο θέατρο –που τόσο αγαπούσα– δεν πολυπηγαίνω».
Η κηδεία του θα γίνει αύριο, Τετάρτη, στις 12 το μεσημέρι στον Αγιο Διονύσιο της Σκουφά, ενώ θα ταφεί στην Κρήτη.
[kathimerini]

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Έλληνες Ζωγράφοι: Γιώργος Μπαδόλας

 Ο  ζωγράφος Γιώργος Μπαδόλας  γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Νάουσα. Ανήσυχος και δημιουργικός, φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης.
     Με έμπνευση αστείρευτη αποτύπωνε στον καμβά ανησυχίες, εντυπώσεις, συγκινήσεις.  Τα χρώματα του πάθους (ιδιαίτερα το κόκκινο) και  τα χρώματα του ονείρου ήταν τα χαρακτηριστικά του, ιδιαίτερα όταν ως θέμα είχε τη γυναίκα.  Αλλά και με μια συνολική ματιά στο έργο του, διακρίνει κανείς ποικιλομορφία θεματική και χρωματική,  ανάλογα με τη χρονική  περίοδο που είναι φτιαγμένα.  
Οι φανατικοί θαυμαστές του έργου του είναι πολλοί. Άλλοι τόσοι  οι συνάδελφοι και οι φίλοι, που τον εκτίμησαν και τον αγάπησαν σαν άνθρωπο.
Πραγματοποίησε 70 ατομικές εκθέσεις. Το εικαστικό έργο που  άφησε είναι τεράστιο.  Και όπως συμβαίνει με τους μεγάλους καλλιτέχνες, αμέσως μετά το θάνατό του, όλα τα έργα του έγιναν περιζήτητα. Οι τιμές τους στο χρηματιστήριο της Τέχνης απογειώθηκαν. Συλλέκτες, φιλότεχνοι και μεγάλοι γκαλερίστες σπεύδουν να προσθέσουν στη συλλογή τους έργο ή έργα του πολυδιάστατου αυτού καλλιτέχνη.
Το Γιώργο Μπαδόλα θα τιμήσουν ο Δήμος Νάουσας και οι συμπατριώτες του Ναουσαίοι. Τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη, που εγκατέλειψε τις πετυχημένες οικογενειακές επιχειρήσεις και αφιερώθηκε στη Τέχνη. Και την υπηρέτησε με πάθος και αυταπάρνηση.
επιμ. Φώτης Κουτσουπιάς //  artem.gr]

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Έλληνες Ζωγράφοι: Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995)






Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος γεννήθηκε το 1914 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα. 
Από μικρός έδειξε το ταλέντο του, όταν παρουσίασε τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του.  Το 1929 δημοσίευσε σκίτσα του στο περιοδικό "Η Διάπλασις των Παίδων", με το ψευδώνυμο Ακάμας. Το 1930 στο "Ατελιέ" παρουσιάστηκαν τα πρώτα του έργα, ενώ τον επόμενο χρόνο εξέθεσε στο "Άσυλο Τέχνης". Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τον Δημήτριο Μπισκίνη και τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Προς το τέλος των σπουδών του, ταξίδεψε ανά την Ελλάδα, για να γνωρίσει τη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη. Με σκοπό επίσης επιμορφωτικό επισκέφθηκε μουσεία και εκθέσεις στη Γαλλία και την Ιταλία.
  Από τα εφηβικά του χρόνια ήταν φίλος με τον συγγραφέα Τάσο Αθανασιάδη και τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τον τελευταίο. Πίστευε ότι ο Τσαρούχης τον είχε «κλέψει», αν και τα έργα των δύο ζωγράφων διαφέρουν ως προς την θεματογραφία και την τεχνοτροπία.
  Το 1949 οργάνωσε μεγάλη ατομική έκθεση στην γκαλερί Ρόμβος. Το 1950 συνεργάστηκε ως καθηγητής τεχνικών στο «Ελληνικό Σπίτι» της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Την ίδια χρονιά αποφάσισε να απομονωθεί στο σπίτι-ατελιέ του στην Δάφνη, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο έργο του. Παράλληλα, έπαψε να εκθέτει και να πουλάει έργα του, ως ένδειξη διαφωνίας στην εμπορευματοποίηση της τέχνης. 
  Το 1975, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν τον έπεισε να ξαναγυρίσει στον κόσμο των εκθέσεων, να παρουσιάσει έργα του στο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο «Ώρα» στην Αθήνα, και να καταγράψει τις απόψεις του στο Χρονικό της «Ώρας». Η έκθεση αυτή τον έκανε και πάλι γνωστό στο ευρύ κοινό.  Έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως στη Διεθνή Έκθεση Πλαστικών Τεχνών το 1977 στο Βελιγράδι, στα Ευρωπάλια το 1982 στις Βρυξέλλες και στη Μπιεννάλε της Βενετίας την ίδια χρονιά, ενώ το 1978 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική παρουσίαση του έργου του. 
Πέθανε στην Αθήνα το 1995. Συνοδεύτηκε στο στερνό του ταξίδι από ελάχιστους φίλους. Η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον ζωγράφο με έκθεση τριάντα έργων του (2001). Το 2007 έγινε επίσης έκθεση έργων του Διαμαντόπουλου από τη συλλογή Πορταλάκη.
Εκπρόσωπος της ελληνοκεντρικής γενιάς του '30, ο Διαμαντόπουλος επηρεάστηκε από την παράδοση αλλά και από τα σύγχρονα ρεύματα και ιδιαίτερα τον κυβισμό. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή του καθημερινού μόχθου, την παρουσιάζει με σχήματα αδρά, σχεδόν πρωτόγονα, με μια ξεχωριστή ποιητικότητα και μουσικότητα. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας στο ύφος, ορισμένοι έλληνες τεχνοκριτικοί έφθασαν στο σημείο να συγκρίνουν τον Διαμαντόπουλο με σημαντικούς ζωγράφους όπως ο Πικάσσο, ο Κλέε κ.ά. Κι αν αυτή η σύγκριση θεωρείται υπερβολική, σίγουρα στον ελληνικό χώρο μπορεί κανείς να μιλά για την μοναδική «περίπτωση Διαμαντόπουλου».
[Μαρία-Ωραιοζήλη Κουτσουπιά, για το Ι.Μ.Ε.Τ. artem.gr]